- εὐάεθλος
- εὐάεθλος, -ον1 of good athletes
Λάμπωνος εὐαέθλου γενεᾶς ὕπερ I. 6.3
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Λάμπωνος εὐαέθλου γενεᾶς ὕπερ I. 6.3
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
εὐαέθλου — εὐάεθλος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύαθλος — εὔαθλος και εὐάεθλος, ον (Α) 1. αυτός που αγωνίζεται με επιτυχία, ο νικητής («κίρναμεν... εὐαέθλου γενεᾱς ὕπερ», Πίνδ.) 2. αυτός που κερδήθηκε σε νίκη («εὐάθλων γεράων», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αθλος (< άθλον), πρβλ. πέντ αθλος] … Dictionary of Greek